- φαγέσωρος
- ο, ΝΑ, θηλ. φαγεσωρῑτις, -ίτιδος, Ανεοελλ.ιατρ. βύσμα σμήγματος και κερατινοποιημένων κυττάρων που φράζει τον εκφορητικό πόρο ενός σμηγματογόνου αδένα τού δέρματος και υπό την επίδραση τού αέρα μαυρίζει, κν. μπιμπίκιαρχ.αδηφάγος, λαίμαργος.[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός τ. σχηματισμένος από το θ. τού αορ. β' τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) με β' συνθετικό τη λ. σωρός].
Dictionary of Greek. 2013.